-
1 δια-μένω
δια-μένω (s. μένωγ, verbleiben, verweilen, ausdauern; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat. Prot. 844 b) u. sonst oft bei Att.; ἐπί τινι, bei etwas, Xen. Apol. 50; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Pol. 1, 18, 6; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, bei Vetstande bleiben, 10, 40, 6; τῇ φιλίᾳ, D. Sic. 14, 48; – c. partic., λέγων Dem. 8, 71, wie διατελέω. – Uebh. = Bestand haben; ἔτι καὶ νῦν, Xen. Cyr. 8, 1, 8; μέχρι νῦν Plut. Rom. 15.
См. также в других словарях:
καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek